Του Δημήτρη Χ. Παπαδόπουλου
«η αλήθεια – έτσι δε λένε; – είναι οδυνηρή
κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ’ το αίμα σου
έχει ανάγκη απ’ τις λαβωματιές σου»
Μαρία Νεφέλη
Οδ. Ελύτης
Θα μπορούσα να μιλήσω για τον αδερφό μου σε δυο επίπεδα: το ένα είναι το αθλητικό και το άλλο – που μάλλον είναι και το πιο σημαντικό – είναι γι’ αυτόν σαν άνθρωπο. Θα επιλέξω να μιλήσω, κατά το μέτρο του δυνατού, για το δεύτερο.
Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την πυγμαχία πριν τρία χρόνια. Ήδη από τον πρώτο καιρό είχε φανεί ότι υπήρχε μια έφεση για αυτό το άθλημα. Μάθαινε γρήγορα και γινόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα όλο και καλύτερος. Οι δυσκολίες υπήρχαν, κυρίως λόγω της έλλειψης υποδομών στην περιοχή, όμως ποτέ δεν λειτούργησε αυτό σαν άλλοθι με το οποίο θα δικαιολογούσε ο ίδιος μια αδιάφορη συμπεριφορά ως προς το άθλημά του. Η θέλησή του τού υπαγόρευε να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει και συνεπώς οι λύσεις βρέθηκαν. Δεν υπήρχε καλύτερο μέρος για προπόνηση από τις περιοχές του τόπου μας. Από χωριό σε χωριό, βουνό και πεδιάδα η προπόνησή του ερχόταν να δέσει με την καθημερινότητα των πολιτών. Δεν ήταν μια προπόνηση μέσα σε ένα κλειστό γυμναστήριο μέσα στο οποίο θα βρισκόταν μόνος του, αλλά ήταν μια προπόνηση την οποία τη φανέρωνε στο δημόσιο χώρο, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο αφενός την αγάπη του γι’ αυτό που έκανε κι αφετέρου το ότι καμία ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είναι αποκομμένη από το συλλογικό βίο του τόπου. Ίσως έτσι να εξηγείται και η χαρά των ανθρώπων όταν μάθαιναν για τις επιτυχίες του. Ήταν το παιδί που είχαμε δει πολλές φορές να τρέχει προς την Εθιά, τον Πρινιά, το Χάρακα. Άλλοι σχολίαζαν τις επιδόσεις, άλλοι την «τρέλα» του, όλοι όμως είχαν κι από έναν καλό λόγο και συμμερίζονταν την όρεξη και τη χαρά του.
Όλοι όσοι ήμασταν κοντά του είχαμε παρατηρήσει αλλαγές και στην προσωπικότητά του. Η πυγμαχία ήταν γι’ αυτόν μια αλήθεια ζωής. Πάλευε γι’ αυτή, ήθελε να την κατακτήσει, είχε την έγνοια να είναι καλός, έβρισκε νόημα και χαρά σε αυτό που έκανε. Αυτή η αλήθεια ήρθε να του ανοίξει έναν νέο κόσμο, έναν κόσμο που πριν δεν είχε φανταστεί. Οργάνωνε τη ζωή του πλέον, τον κόσμου του, με όλες τις αναφορές του, έχοντας ως κέντρο την πυγμαχία. Από τη διατροφή του έως και τη συμπεριφορά του απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις που θα τύχαιναν στη ζωή του. Δεν ήταν για εκείνον μια απλή δραστηριότητα, δεν ήταν κάτι αφηρημένο που απλώς είχε στο μυαλό του. Ήταν κάτι πολύ εμπράγματο. Του θύμιζε συνεχώς την άμεση σχέση του με τα πράγματα και τη ζωή. Αυτό μπορώ να το πω βλέποντας ότι είχε ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα. Έβλεπε το τι θα φάει, το πόσο θα φάει, την ώρα που θα πάει για ύπνο, την ώρα που θα ξυπνήσει. Όλα αυτά δεν τα έκανε τυπικά. Είχαν νόημα και του έδιναν νόημα. Με αυτό τον τρόπο η ζωή του πήρε μορφή, έγινε βίος. Η πραγμάτωση της αλήθειας του ήταν ένα πολύ δύσκολο πράγμα. Τολμώ να πω ότι ήταν και βίαιο. Πολλές ώρες προπόνησης, εξαντλητικές ασκήσεις, πολλή κούραση. Δεν ήταν κατά τούτο μια θεωρητική αλήθεια, μια αλήθεια με την οποία ποτέ δεν ήρθε σε επαφή. Τουναντίον: κουράστηκε, μάτωσε, ίδρωσε, σχετίστηκε ως ύπαρξη μαζί της.
Με αυτές τις λίγες σκέψεις του εύχομαι – και με τον τρόπο αυτόν – να συνεχίσει να κάνει αυτό που έχει επιλέξει. Εγώ θα είμαι στο πλάι του όχι απλώς και μόνο από μια υποχρέωση ή τυπικά, μα από αγάπη.
*Ο Μανώλης Παπαδόπουλος έλαβε μέρος στο πανελλήνιο πρωτάθλημα πυγμαχίας στο οποίο κατέκτησε την 1η θέση (στην Β’ κατηγορία ανδρών) στην κατηγορία των 64 κιλών.