Ο Θάνος, η παρέα και η … Καφετέρια !
Γράφει ο Εποχούμενος Περιπατητής
«Πάει κι ο … Θάνος μας, ο καλός ο άνθρωπος με το φωτοστέφανο, που λες / πάει κι ο Θάνος μας, πάει μ’ ένα παράπονο… Έκλαιγαν οι φίλοι του προχθές».
Κάπως έτσι νιώσαμε όλοι μας, προχθές. Όλοι όσοι βρεθήκαμε το περασμένο Σάββατο το πρωί, στον Άϊ Γιάννη το Χωστό. (Μπορεί στο παραπάνω ρεφραίν του Δήμου Μούτση να αλλάξαμε το όνομα –Στέφανος. Ελπίζουμε να μην έχει αντίρρηση και ο στιχουργός του τραγουδιού, Γιάννης Μιχαηλίδης).
Όμως, το τραγούδι ταίριαζε στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς αναλογιζόμασταν ότι πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τον ξαφνικό και άδικο χαμό, του εκλεκτού και πολύτιμου φίλου μας του Θάνου, του «πρίγκιπα του κέντρου» της πόλης μας.
Γιατί ο Θάνος ήταν «γέννημα – θρέμμα» του Ηρακλείου, καθώς το πατρικό του ήταν στην οδό Κοραή, δίπλα στο ομώνυμο σχολείο, το οποίο με τα χρόνια υποβαθμίστηκε σε καφετέρια και σήμερα είναι κλειστό και άδειο. Επίσης, ο Θάνος είχε το γραφείο του λίγα μέτρα παρακάτω, στην οδό Αγίου Τίτου, ασχέτως ότι εδώ και χρόνια δεν έμενε πια στο πατρικό του σπίτι. Όμως, η επαγγελματική του δραστηριότητα και η «προσωπική του δράση» είχε ως … «επίκεντρο» την προαναφερθείσα περιοχή, που συμπεριελάμβανε και την ευρύτερη περιοχή δηλ. «Λιοντάρια» και «Πάρκο Θεοτοκόπουλου».
Και τούτο, επειδή η παρέα των φίλων του κυριολεκτικά «καταλάμβανε» σε καθημερινή βάση αρκετά τραπεζοκαθίσματα σε καφετέριες της περιοχής – εναλλασσόμενα! Και ο λόγος της έλλειψης μονιμότητας ήταν και είναι η μακρά (σε χρόνο κατάληψης των καθισμάτων) παραμονή της παρέας και η θορυβώδης παρουσία της. Αυτοί οι δύο –κυρίως- λόγοι ήταν που δοκίμαζαν την υπομονή του επιχειρηματία αφενός και τις ιδιοτροπίες των παρακαθήμενων πελατών, αφετέρου.
Πελατών που δυσφορούσαν (και δυσφορούν και σήμερα) για το θόρυβο από τις έντονες και διαρκείς συζητήσεις και αντεγκλήσεις των μελών της συντροφιάς των «ξωμάχων της ζωής»!!! Όλα αυτά τα καταστήματα του κέντρου (που είναι και τουριστικό κέντρο) στηρίζουν την οικονομική επιβίωσή τους στον «περαστικό» πελάτη, που θα καθίσει για λίγο για να ξαποστάσει, να πάρει τον καφέ, το ποτό ή το αναψυκτικό του και να συνεχίσει.
Έτσι, η κερδοφορία είναι ανάλογη με τη συχνότητα που εναλλάσσονται οι πελάτες σε ένα κάθισμα. Σε αυτό ελπίζει και ο επιχειρηματίας για να μπορέσει να πληρώσει τα αυξημένα (κατ’ αυτόν) δημοτικά τέλη και να αποκομίσει και ένα «λογικό κέρδος», κατά πάγια διατύπωση λαοπλάνου –θανόντος- πολιτικού μας.
Τι κέρδος να αποκομίσει ο επιχειρηματίας από μια παρέα που «αγκυροβολεί» επί ώρες στην επιχείρησή του με αντάλλαγμα την αξία ενός καφέ –και δη … ελληνικού! Οι καιροί έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι σχέσεις πελάτη – επιχειρηματία. Έχουν αλλάξει, από τη στατικότητα του καφενείου του χωριού (ή του παλιού Ηρακλείου), στη δυναμική της σημερινής καφετέριας. Ας αφήσουμε κατά μέρος το εγκυκλοπαιδικό και ετυμολογικό κομμάτι, που αφορά στο όνομα «Καφετέρια».
Είναι ένας όρος εμπορικός, με τον οποίο εξυπηρετείται μια κατάσταση, της οποίας το πρώτο συνθετικό μας πληροφορεί ότι σερβίρεται … και καφές. «Καφετέρια» είναι ο σύγχρονος όρος που έχει αντικαταστήσει τους πιο παλιούς και πολυχρησιμοποιημένους όρους «Καφενείον», «Ζαχαροπλαστείον» … άντε και «Μπαρ».
Ειδικά ο τελευταίος –ως μη ελληνικός- παραπέμπει ευθέως στην κατανάλωση αλκοόλ και λίγο προς την «κονσομασιόν» καθώς και στην πιθανή εξέλιξη που προσδοκάται απ’ αυτή.
Παραπέμπει και σε καταγώγια λιμανιών, με θαλασσοδαρμένους ναυτικούς και καβγάδες που θυμίζουν Χόλυγουντ … ή για να θυμηθούμε το Ν.Καββαδία, ο οποίος στο «Γουίλυ» το νέγρο θερμαστή, αναφέρει: «… κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ «Ρετζίνα» στη Μαρσίλια, για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό, έφαγε αυτός (ο Γουίλυ), μιαν αδειανή, στην κεφαλή μποτίλια!».
Ακόμη, ο όρος «Καφετέρια» έχει αντικαταστήσει και τον όρο “Pub”, που είναι η συντόμευση του όρου Public, δηλ. κάτι σαν δημόσιος χώρος, όπου μπορείς να τον επισκεφτείς και να απολαύσεις μετά τη δουλειά –κυρίως- ένα ποτό και πιο συχνά μια μπύρα –Αγγλία, Ιρλανδία- να «τα πεις» με τους παλιόφιλους ή και –γιατί όχι- να κάμεις και μια νέα γνωριμία… Ακόμη, η Pub μπορεί να είναι και ο προορισμός μιας βραδινής εξόδου, όπου το βράδυ θα περάσει … «στο όρθιο», με ένα ποτήρι ποτό στο χέρι και συζητώντας μέσα στη φασαρία και στη … βαβούρα, έως αργά, συνήθεια που έχουμε κληρονομήσει ή καλύτερα, έχουμε «κολλήσει» και στη χώρα μας, δεκαετίες τώρα. Αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης;
Για εμάς είναι αδιανόητη ή σχεδόν αδιανόητη η νυχτερινή έξοδος χωρίς φαγητό. Όπως, όμως, κι αν αρχίσει η βραδιά, η κατάληξη είναι παρόμοια. Η διαφορά έγκειται στο ασταμάτητο ψιλόβροχο που πλήττει τις Βρετανικές νήσους, σε αντίθεση με τον καλοκαιριάτικο νυχτερινό καύσωνα της νοτιοανατολικής Ευρώπης! Σήμερα, το ελληνικό δαιμόνιο, με τον όρο «Καφετέρια», έχει συμπεριλάβει όλα τα παραπάνω, δημιουργώντας ένα παρεμφερή χώρο βραχείας, συνήθως, παραμονής, τόπο συνάντησης ή σύντομης ξεκούρασης.
Μην ξεχνάμε, όμως, ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα. Εδώ, η «Καφετέρια» δεν είναι όπως στο ιταλικό «καφέ», όπου ο ιταλός θα σταματήσει για δέκα –το πολύ – λεπτά, θα κατεβάσει μονορούφι ένα καφέ ristretto και θα συνεχίσει. (Ο ristretto είναι ο γνωστός espresso, που έχει, όμως, τη μισή ποσότητα νερού. Δηλ. σαν να λέμε «καφέ- σφηνάκι». Έτσι, για να πάρει δυνάμεις…
Ας μη μας διαφεύγει και το γεγονός ότι espresso σημαίνει «γρήγορος – σύντομος». Καμία σχέση η αυθεντική ιταλική πραγματικότητα με το … πρωινό που περνάει ο Έλληνας στην «Καφετέρια» καταναλώνοντας μόνο έναν espresso, άντε ή … Cappuccino). Και μια που βρισκόμαστε σε ελληνική καφετέρια, ας παρατηρήσουμε ότι οι καφέδες τύπου espresso, όπως οι fredo (κρύος, παγωμένος), cappuccino (espresso με γάλα, όπως τον έκαναν οι μοναχοί του τάγματος των Καπουτσίνων), ristretto κ.λπ. έχουν εκτοπίσει σε μεγάλο βαθμό τον περίφημο Φραπέ, που σημαίνει «χτυπητός», μια παλιότερη μόδα με στιγμιαίο καφέ, ζάχαρη και νερό, που είναι και ελληνική ευρεσιτεχνία – επινόηση.
Ανακαλύφθηκε, τυχαία, (όπως όλες οι ανακαλύψεις) από τον Δημήτριο Βακόντιο, στη Θεσσαλονίκη, το 1957. Και μια που βρεθήκαμε σε περιβάλλον … καφέ, ας αναφέρουμε ότι: Ένας στιγμιαίος καφές, τύπου νεσκαφέ, ισοδυναμεί με δύο καφέδες φίλτρου (γαλλικός). Ένας γαλλικός ισοδυναμεί με δύο ελληνικούς και ένας ελληνικός ίσον δύο espresso. Με λίγα λόγια, οκτώ espresso ισοδυναμούν με ένα νες. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι ιταλοί μπορούν, χωρίς βλαπτικές συνέπειες να πίνουν τόσο συχνά τα τόσα πολλά καφεδάκια τους. Και είναι λανθασμένη η άποψη ότι ο espresso είναι δυνατός…
Για να κλείσουμε, όμως, το θέμα της τεχνητής – εμπορικής λέξης «Καφετέρια», να αναφέρουμε ότι ο όρος αυτός (όπως τον εννοούν οι ξένοι και κυρίως στην Αμερική), υποδηλώνει χώρο εστίασης, όπου εισερχόμενος περνάει με το δίσκο του από την προθήκη, προμηθεύεται αυτά που επιθυμεί ή/και σερβίρεται από το προσωπικό και στη συνέχεια κάθεται σε κάποιο τραπέζι ή πάγκο της αίθουσας της καφετέριας … όπως καφετέρια σχολείου, εργοστασίου, ιδρύματος ή … φυλακής.
Ασχέτως, όμως, ετυμολογίας, η προσέλευση του Θάνου στην καφετέρια, έδινε στην παρέα μια ζωντάνια, μια φρεσκάδα στη συζήτηση και ένα νέο ενδιαφέρον. Ήταν άνθρωπος πολυσχιδής με πνευματικά ενδιαφέροντα και αγάπη για την πόλη μας. Ήταν δημοφιλής και αγαπητός από όλους ανεξαιρέτως. Είχε την ικανότητα να περιγράφει πράγματα και καταστάσεις με το δικό του, μοναδικό, τρόπο και ήταν βέβαιο, ότι η συνάντησή μαζί του, όλο και κάτι νέο και ενδιαφέρον θα είχε να προσθέσει. Θάνο, οι φίλοι σου σε αναζητούμε, ακόμα … και στην «Καφετέρια» !!!