ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ – Τρεις αλήθειες, ισάριθμες προκλήσεις και μια μαντινάδα…
Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου
www.alf.gr
Η εκλογική διαδικασία στην ιστορική δημοκρατική παράταξη κέντρισε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Τούτο ήταν αναμενόμενο από τη στιγμή που απουσιάζει από την πολιτική ζωή μια γόνιμη και υπεύθυνη αντιπολιτευτική φωνή. Ταυτόχρονα, όμως, κατέδειξε τρεις αλήθειες και ανέδειξε ισάριθμες προκλήσεις.
Αλήθεια πρώτη. Οι εκλογές στο ΚΙΝΑΛ είχαν ξεκάθαρο νικητή ήδη από τον πρώτο γύρο: το Νίκο Ανδρουλάκη. Το υψηλό ποσοστό (68%) του δεύτερου γύρου, κάνει πιο θριαμβευτική την εκλογή του και του δίνει «λευκή επιταγή» για την επόμενη ημέρα. Αρκεί να ξέρει πως και πότε θα τη συμπληρώσει…
Αλήθεια δεύτερη. Το δημοκρατικό κέντρο επιστέφει δυναμικά, αυτοπροσδιορίζεται και τοποθετείται διακριτά στην πολιτική διαιρετική τομή Δεξιάς – Αριστεράς. Η μαζική συμμετοχή – 270.000 πολίτες – σε συνθήκες πανδημίας αποτελούν μια ισχυρή κοινωνική βάση για να στερεωθεί ένα νέο πολιτικό οικοδόμημα.
Αλήθεια τρίτη. Τη 12η Δεκέμβρη γράφηκε η ληξιαρχική πράξη θανάτου του πολιτικού επιγονισμού. Η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ γύρισε επιδεικτικά την πλάτη σε όσους επιδίωκαν την πολιτική τους παρουσία με όρους κληρονομικού δικαίου. Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ο πρώτος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ που δεν γνώρισε προσωπικά τον Ανδρέα Παπανδρέου ούτε σχετίζεται συγγενικά με τα στελέχη που αποτέλεσαν τον στενό ιδρυτικό πυρήνα του κινήματος και καθόρισαν ιστορικά την τύχη του επί σχεδόν μισό αιώνα.
Η εκλογική διαδικασία, όμως, ανέδειξε και συγκεκριμένες προκλήσεις. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα.
Πρόκληση πρώτη. Για να κερδίσεις το «όλον ΠΑΣΟΚ» μπορούσες να κάνεις επίκληση στην ενότητα και να εμμένεις σε ένα πολιτικό λόγο, «ειρηνικό», χωρίς αιχμές και συγκρίσεις. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, όταν θέλεις να γίνεις πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Όταν θέλεις να «συνομιλήσεις» με τα 2 εκατομμύρια περίπου συμπολιτών μας που «χάθηκαν» από τις κάλπες από το 2004 μέχρι σήμερα. Όταν θέλεις να κινητοποιήσεις τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα και να τους δώσεις όραμα και προοπτική. Τότε η επιτηδευμένη ασάφεια, οι νεφελώδεις αναφορές στη σοσιαλδημοκρατία και ο στρογγυλεμένος λόγος ουδόλως αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη για να καταστήσουν έναν πολιτικό χώρο πρωταγωνιστή των εξελίξεων.
Πρόκληση δεύτερη. Οι 270.000 προοδευτικοί πολίτες μπορούν να συμβάλλουν στην σύναψη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει να μην τους ξαναθυμηθούν οι κομματικοί τιτουλάριοι στις επόμενες εσωκομματικές εκλογές. Πρέπει να τους κάνουν αρωγούς και κοινωνούς των εξελίξεων. Να θεσπίσουν τα ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα, να ακούν περισσότερο τη γνώμη τους, να ξαναφέρουν την πρωτογενή παραγωγή πολιτικής στη βάση. Τότε μόνον οι ανοιχτές κομματικές διαδικασίες δεν θα είναι πυροτεχνήματα. Μόνον έτσι διαμορφώνονται ζώντες πολιτικοί οργανισμοί και όχι κόμματα διαμπερή.
Πρόκληση τρίτη. Νέο αφήγημα και νέα πολιτική ομάδα. Διαδικασίες αμφίδρομες και έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες. Για να κινητοποιήσεις την κοινωνία, για να διευρύνεις την πολιτική σου βάση απαιτείται ένα νέο προοδευτικό, σύγχρονο και συνεκτικό πολιτικό αφήγημα. Με συγκεκριμένες απαντήσεις και όχι συνήθεις υπεκφυγές. Πόσο προοδευτικό και δημιουργικό είναι σήμερα να προικοδοτείται διαρκώς το τραπεζικό κεφάλαιο (μέσω κρατικών εγγυήσεων, επιδοτήσεων και κεφαλαιοποιήσεων) και να ξεσπιτώνονται τα νοικοκυριά; Ποια είναι η πολιτική πρόταση για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων που ανέρχεται στο 38%; Πώς υπηρετούμε το όραμα της πράσινης ανάπτυξης; Πριμοδοτώντας τα ολιγοπώλια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Ενδεικτικά ερωτήματα, μιας πολιτικής ατζέντας που ακόμη δεν έχει γραφεί.
Τέλος, πέρα από το νέο, πειστικό αφήγημα απαιτείται και μια συνεκτική πολιτική ομάδα. Το όποιο αφήγημα, αφού καταγραφεί πρέπει να επικοινωνηθεί. Και τούτο δεν μπορεί να γίνει ούτε με όρους παλαιοκομματισμού ούτε με ανθρώπους που στερούνται ισχυρών κοινωνικών αποθεμάτων. Τα πρόσωπα δίνουν κύρος στο αφήγημα και το αφήγημα προσδίδει αξιοπιστία στα πρόσωπα.
Οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας είναι περισσότερες από τις απαντήσεις που δόθηκαν χθες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το πολιτικό σκηνικό αποκτά φρεσκάδα και νέο ενδιαφέρον. Για τα όλα τα υπόλοιπα, ο χρόνος θα δείξει, αρκεί ο κρητικός πολιτικός να μην λησμονεί τη μαντινάδα της ιδιαίτερης πατρίδας του: «Να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ και λάχει και ξενοιάσεις. Το πως μπορώ να σ’ αρνηθώ πάντα στο νου σου να χεις…»