Ένα ταξίδι στην Αθήνα
Γράφει ο Εποχούμενος Περιπατητής
Αρχές της δεκαετίας του ’60… «Γροίκα, μωρέ Γιώργη… όπως σου τα λέω, έτσα θα το κάμεις και αύριο το βράδυ θα πίνεις καφέ στση κόρης σου, μα καλοπαντρεμένη την έχεις στην Αθήνα. Αύριο το πρωί να πάρεις το λεωφορείο και να πας στη Χώρα. Θα σε βγάλει στην πλατεία του Δασκαλογιάννη. Εκειά κάνουνε στάση όλα τα λεωφορεία από την Πεδιάδα. Θα ρωτήξεις που είναι το πρακτορείο τση Ολυμπιακής.
Άμα το ξεχάσεις θα πας στην 25η Αυγούστου … γράψε, μωρέ Κωστή σ’ ένα πακέτο το δρόμο, να το κρατεί ο Γιώργης, για καλό και για κακό. Γράψε και Κουφάκης, που είναι το όνομα του πράκτορα, για να το βρει πιο εύκολα. Άμα θα φτάξεις στο πρακτορείο (σημερινή Eurobank) και βγάλεις το εισιτήριό σου, η κοπελιά θα σου πει ν’ αφήσεις τη βαλίτσα σου μαζί με τσ’ άλλες … και ξέγνοιασες.
Εγώ σου λέω, να βρεις και κανένα να τονε ρωτήξεις, να σου πει πως πάει κι αυτός στην Αθήνα και να του κλουθάς. Έτσά, δεν υπάρχει περίπτωση να χαθείς. Ύστερα, θ’ ακούσετε να σας ε-πούνε να μπείτε στο λεωφορείο τση εταιρείας και θα σας ε- βγάλει στο αεροδρόμιο. Για τη βαλίτσα, είπα σου, μη σε νοιάζει. Αφού την-ε παραδώσεις, κατέχουν’ εκείνοι…
Εκειά στο αεροδρόμιο είναι ο σταθμός και να μπεις να περιμένεις. Μπορεί να ‘ναι μικρός, μα δε θα ξενυχτίσεις κι όλας… έχει καρέκλες και δυο πολυθρόνες μεγάλες και θα βολευτείς. Θα δεις και τση φωτογραφίες του βασιλιά του Παύλου και τση Φρειδερίκης από πάνω από την καθεμιά πολυθρόνα.
Όταν έρθει η ώρα, θα σας ε- πούνε από τα μεγάφωνα πως το αεροπλάνο είναι έτοιμο να φύγει. Ετότες –α, θα δεις και μια κοπελιά –διαόλου πράμα, σου λέω- με στολή, που θα σας ε- πει να τση κλουθάτε. Θα περάσετε το δρόμο και θα μπείτε στο αεροδρόμιο. Εκειά θα δεις σταματημένο να περιμένει το αεροπλάνο. Θ’ ανεβείς το σκαλάκι, σιγά – σιγά και μια άλλη κοπελιά, πάλι με στολή, -να μη σου λέω δα…- θα σε πάρει και θα σου πει πού θα κάτσεις.
Η θέση έχει και μια ζώνη και η κοπελιά θα σου πει να δεθείς. Εσύ να κάνεις πως δεν κατέχεις και τότε να δεις που η κοπελιά από δικού τσης, θα σου δείξει πως… Και μέχρι να φύγει το αεροπλάνο, θα περάσει πάλι να σας ε- δώσει και καραμέλες. Εσύ, Γιώργη, πάρε δυο – τρεις, μα δε θα πέσει όξω η εταιρεία… ούτε κι ο Ωνάσης!
Άμα φτάξετε στην Αθήνα, με το καλό … δηλ. βάλε σε καμιά ώρα, θα πάρεις τη βαλίτσα σου και θα βγεις από το κτήριο. Θα πάρεις ένα ταξί, θα πεις στον ταξιτζή πού θες να σε πάει … και τέλος. Κοίταξε, μόνο, γιατί στην Αθήνα τα ταξά πετούνε και να ‘χεις τα μάθια σου ανοιχτά, να μη σε σβολώσουνε!».
Έτσι κι έγινε. Ο Γιώργης με τα γυαλισμένα στιβάνια του, την κυριακάτικη κυλόττα, το ζωνάρι και το καλό του το σακάκι, έχοντας στο ένα χέρι τη βαλίτσα και το άλλο την κατσούνα του, βγήκε από το κτήριο του αεροσταθμού Αθηνών. Έστριψε το μουστάκι του και ίσιωσε το σαρίκι με τα κρόσσια. Δεν ήτανε δα και άσχετος. Το μάτι του πήρε με την πρώτη πού ήταν μαζεμένα τα ταξί και μέχρι να φτάσει εκεί οι ταξιτζήδες είχαν περικυκλώσει τους επιβάτες ρωτώντας τους πού πηγαίνουν και αν θα ήθελαν ταξί.
Καχύποπτος ο Γιώργης, μετά από την προειδοποίηση του συγχωριανού του ότι στην Αθήνα τα … «ταξά» πετούνε (sic), αγριοκοίταξε έναν απ’ αυτούς και του έκαμε νόημα καταφατικά με το κεφάλι. Ο ταξιτζής του πήρε από το χέρι τη βαλίτσα για να την τοποθετήσει στο χώρο των αποσκευών, αν και όχι με ευκολία, αφού ο Γιώργης ήταν δασκαλεμένος και δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανένα, εκεί στην Αθήνα.
Μάλιστα, είχε «πιεί και το αμίλητο νερό», αφού τον είχανε δασκαλέψει πως μόλις ανοίξει το στόμα του, οι αθηναίοι καταλαβαίνουν από πού είναι η καταγωγή του και μπορεί να το εκμεταλλευτούν, αν τύχει και πέσει σε κανένα κακόβουλο άτομο. Όχι πως δεν ήτανε περήφανος που ήταν Κρητικός, μόνο … να, άσ’ τους καλύτερα να μην ξέρουν.
Αφήνουμε κατά μέρος ότι με την αραιή κίνηση της εποχής, τα μεγάφωνα έκαναν ανακοίνωση και όσοι περίμεναν απ’ έξω, ήξεραν ότι π.χ. … τώρα βγαίνουν οι επιβάτες της άφιξης από Ηράκλειο ή από αλλού… ειδικότερα, στην περίπτωση του Γιώργη, η αμφίεσή του ήταν και το «σήμα κατατεθέν» της καταγωγής του! Ο ευγενέστατος αθηναίος οδηγός ταξί, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και με μια ελαφρά κλίση του σώματος υπέδειξε στον πελάτη του να καθίσει.
Ο Γιώργης, καχύποπτος πάντα, άσχετος από ευγένειες και υποκλίσεις και κοιτάζοντας τον οδηγό συνέχεια στα μάτια, μπήκε στο ταξί και κάθισε αμήχανα, περιμένοντας την παραμικρή ύποπτη κίνηση του οδηγού, ο οποίος, πάντα με επαγγελματικό χαμόγελο, έκλεισε ελαφρά την πόρτα και κάθισε στη θέση του, βάζοντας μπροστά με το πρώτο «κλικ» της μίζας.
Απολαμβάνοντας τη διαδρομή, κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου, ο Γιώργης πήρε μια βαθειά αναπνοή ανακούφισης. Μέχρι στιγμής, όλα πήγαιναν καλά. Κανονικά, θα λέγαμε! Δεν είναι και λίγο, έτσι ξαφνικά από τα στενοσόκακα του χωριού να σε πηγαίνουν –και μάλιστα με το ταξί- μέσα από τις φαρδιές λεωφόρους στην πολύβουη Αθήνα, με τα ψηλά τα σπίτια (τώρα τα λένε πολυκατοικίες) και με τα αμάξια να προσπερνάνε το ένα το άλλο… Στην Αθήνα με τα φαρδιά πεζοδρόμια και τις δενδροστοιχίες.
Και κατά διαστήματα, έβλεπε εργάτες να σκάβουν εδώ, εργάτες να είναι σκαρφαλωμένοι εκεί, πινακίδες που έγραφαν ΑΡΓΑ! ΕΡΓΑ … ΕΡΓΑ … ΕΡΓΑ… Με τα κολλυβογράμματά του, ο Γιώργης διάβασε και κούνησε το κεφάλι. «Παντέρμη Κρήτη … τόσο χρήμα βγάνεις και σου το παίρνουνε για να κάνουνε έργα 3 στην Αθήνα… κι ένα δρόμο τση προκοπής από το χωριό στη Χώρα δεν έχει…», σκέφτηκε!
Η διαδρομή ήταν εξαίσια και σε συνδυασμό με τον ωραίο καιρό και τον καταγάλανο αττικό ουρανό, ο Γιώργης άρχιζε να απολαμβάνει τη νέα του εμπειρία και να νιώθει ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης να τον κυριεύει. Μπορεί να μην ήθελε –για τους λόγους που είπαμε- να ανοίξει συζήτηση με τον οδηγό, όμως έκανε τις δικές του σκέψεις και είχε κάμποσες απορίες από τις πρώτες εντυπώσεις του από την Αθήνα.
Όμως, έκρινε σκόπιμο να παραμείνει με το στόμα κλειστό και να δει πότε και με ποιο τρόπο θα έφτανε στο σπίτι της κόρης του, που βρισκόταν κάπου στη Λεωφόρο Συγγρού. Πλησιάζοντας, κάποτε στο Δέλτα του Φαλήρου, όπου αρχίζει ( ή καταλήγει) ο μεγαλύτερος και πιο εντυπωσιακός σε μήκος δρόμος των Αθηνών, η Λεωφόρος Συγγρού, ο οδηγός ρώτησε το Γιώργη: «Πού πηγαίνουμε;». Ο Γιώργης κοίταξε πλαγίως τον οδηγό, χωρίς να στρίψει το κεφάλι του και είπε μονολεκτικά: «Συγγρού!». Και ο οδηγός προχώρησε στη δεύτερη και πιο κρίσιμη ερώτηση: «…και σε ποιο ύψος θέλετε να σας πετάξω;». Τότε ο Γιώργης έσφιξε τα χείλια του, μισόκλεισε τα μάτια και κουνώντας το κεφάλι πάνω – κάτω νευρικά, καθώς έβλεπε ότι επιβεβαιώνονταν οι υποψίες του και η κατάσταση με τα «ταξά» εξελίσσεται όπως του την είχαν περιγράψει, σηκώνει το χέρι με την κατσούνα και κραδαίνοντάς την, απευθύνθηκε στον οδηγό: «Θωρείς τηνε, μωρέ, τη βέργα; Έτσά και κάμεις πως σηκώνεις το αμάξι ένα εκατοστό από το δρόμο, θα σ’ την ανοίξω την κεφαλή!!!».