Χριστουγεννιάτικο δέντρο: Από ξενόφερτη μόδα, πατροπαράδοτο έθιμο Τα πρώτα δύσκολα «βήματα» στην Ελλάδα και ο τρόπος που καθιερώθηκε
Σήμα κατατεθέν των Χριστουγέννων, ακόμα και των φετινών, που λόγω πανδημίας έχουν αλλάξει πολύ, είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα, αρχές Δεκεμβρίου, γύρω από αυτό, πριν τα δώρα, μπαίνουν «δυο» θέματα προς συζήτηση.
«Δέντρο φυσικό ή ψεύτικο;» και «Ωραίο το δέντρο, αλλά δεν είναι έθιμο ελληνικό».
Για το πρώτο θέμα, λόγω της δημοσιότητας που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια το χωριό Ταξιάρχης της Χαλκιδικής καθώς και άλλα «ελατοχώρια» στα οποία υπάρχουν συγκεκριμένες εκτάσεις ειδικά για την καλλιέργεια και κοπή ελάτου, έχουν αρθεί οι οικολογικές ενστάσεις που εκφράζονταν τα προηγούμενα χρόνια.
Για την προέλευση του χριστουγεννιάτικου δέντρου ως εθίμου, δεν τίθεται αμφισβήτηση. Ανήκει στα ξενόφερτα έθιμα. Πότε όμως άρχισε να εμφανίζεται στην Ελλάδα το συγκεκριμένο έλατο και πώς εδραιώθηκε;
Τα «Αθηναϊκά Νέα» της 24ης Δεκεμβρίου 1939 και ο Παύλος Παλαιολόγος, έχουν τις απαντήσεις.
Το δυτικό έθιμο και ο «πυρετός της μιμήσεως»
«Για τους Δυτικούς, τα Χριστούγεννα είνε ημέρα του εξαιρετικού πανηγυρισμού. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο είνε μέσα στην ψύχη τους. Δεν νοούνται γι’ αυτούς Χριστούγεννα δίχως ένα κλωνάρι ελάτου, όπως δεν νοείται σε μας Πάσχα δίχως το τσούγγρισμα των κόκκινων αυγών.
»Η καρτ ποστάλ, η προθήκη του καταστήματος, ο δρόμος, το σπίτι κατακλύζονται από τα δενδράκια των ελάτων, με χρωματιστά κεριά κολλημένα στους κλώνους των.
(…)
»Ο Έλλην σύμβολο Χριστουγεννιάτικο δεν είχε. Τείνει να το αποκτήση τώρα. Εδώ και μερικά χρόνια ζωηρός εκδηλώνεται ο πυρετός της μιμήσεως. Άρχισε από τις ανώτερες τάξεις της πρωτευούσης, μεταδόθηκε στις μέσες, προσεγγίζει τις λαϊκές συνοικίες. Ούτε δε η επαρχία έμεινε η αδιάφορη στην αντιγραφή.
Κάθε αρχή και δύσκολη
Τα ξενόφερτα έθιμα, στα πρώτα βήματά της γνωριμίας του με έναν λαό, συχνά συναντούν εμπόδια.
«Κακή [αντιγραφή] δεν είνε. Μόνο που δεν υπάρχουν δένδρα για το δένδρο μας. Στη μεσημβρινή αυτή χώρα ο ήλιος ευνοεί το πεύκο, την ελαία, την πορτοκαλιά.
»Το έλατο πρέπει να αναζητηθή σε μακρυνές αποστάσεις, σε κορυφές βουνών, όπου δεν αφθονεί πάντα και όταν υπάρχη έχει ανάγκη της στοργής του ανθρώπου για να διατηρηθή στη ζωή.
»Σε εικοσιπέντε χιλίαδες είχε φθάση προ τριών ετών ο αριθμός των ελάτων που εσφαγιάσθησαν σ’ ένα έθιμο που δεν ήταν έθιμό μας. (…) Η μεταφορά του εθίμου του δένδρου από το Βορρά, που καλύπτεται από δάση ελάτων πραγματοποιήθηκε σε μας σε στιγμή εντελώς ακατάλληλη. Όταν η προσπάθεια της πολιτείας είχε αρχίσει να στρέφεται στην προστασία του πρασίνου.
»Η σφαγή απογορεύθηκε, (…) Κλαδί ελάτου δεν ετόλμησε να εμφανισθή στην αγορά.
Σωτήρια υποκατάστατα
Ο Παύλος Παλαιολόγος αναφέρεται στον τρόπο που οι Έλληνες, παρά την απαγόρευση κοπής ελάτων,η ελληνική εφευρετικότητα διέσωσε τον στολισμό του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
«Λαός ευφυής και με δαιμόνιο εμπορικό, [ο Έλλην] επενόησε τα ερζάτς του (σ.σ. υποκατάστατο).
(…)
»Τα πένθιμα κυπαρισσάκια, που συντροφεύουν τον ύπνο των νεκρών μας δεν έμειναν απρόσβλητα από την ελληνική επινοητικότητα. Η εφευρικότης ενισχυόμενη από χρόνο σε χρόνο έδωσε ποικίλες παραλλαγές.
»Τα κέδρα είνε ο συνυθέστερος τύπος του ερζάτς που κατέκλυσε την αθηναϊκή αγορά. Όταν άλλοι μασούν σόλες και λένε ότι τρώνες βούτυρο, δεν είνε μεγάλη υπερβολή εμείς να στήνουμε κέδρα και να βλέπουμε έλατα. Το παν είναι να ‘κάμουμε’ το δένδρο μας.
»Πολύ ενδιαφέρουσα θα ήταν μια έρευνα αύριο στ’ αθηναϊκά σπίτια για να διαπιστωθή πόσα έχουν ακολουθήση τη νεόφερτη παράδοσι, αλλά και πόσες είνε οι ποικιλίες του Χριστουγεννιάτικου δένδρου στις οποίες καταφύγαμε για ν’ αντικαταστήσουμε αυτό που απαγορεύεται.
»Η έρευνα θα έδειχνε τη δύναμι της μιμήσεως. Δύναμις τεραστία. Αυτή ουσιαστικά κυβερνά τη ζωή των λαών.
Πώς γεννιέται μια παράδοση
»Αντιγράφοντες μηχανικά στην αρχή, άλλοι από σνομπισμό, άλλοι από αδυναμία ν’ αντιδράσουν, δημιουργούν σιγά – σιγά και χωρίς να το καταλαβαίνουν, αυτό που αύριο θα ονομάσουν τα παιδιά μας ‘παράδοσι’.
»Θα είνε δε ειλικρινή εκείνα όταν μιλούν περί παραδόσεως, γιατί παράδοσις θα γίνη αύριο γι’ αυτά, [όποια] μόδα και αντιγραφή σήμερα αφίνει τη δική μας γενεά ψυχρή και ψυχικώς αδιάφορη».
Αυτό δηλαδή που από τους παππούδες της κάθε γενιάς, χαρατηρίζεται ως κακώς εννοούμενη μόδα και τυφλή αντιγραφή, πολλές φορές τελικά στεριώνει, αφομοιώνεται με τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά του λαού που κάποτε την «υιοθέτησε» και μετατρέπεται σε παράδοση και αναπόσπαστη εικόνα των παιδικών χρόνων των γενεών που ακολουθούν.
Διόλου απίθανο λοιπόν σε 80 χρόνια από σήμερα, οι Έλληνες του 2100 να αναρωτιούνται από πότε και με ποιο τρόπο, ενω υπήρχαν οι Απόκριες, καθιερώθηκε στην Ελλάδα το Ηalloween.