Ετος ανάκαμψης αλλά και εκκαθάρισης για τις επιχειρήσεις
Οι ενέσεις ρευστότητας από τα μέτρα στήριξης βοηθούν, αλλά εταιρείες που είχαν και πριν από την υγειονομική κρίση προβλήματα είναι δύσκολο να επιβιώσουν
Αισιοδοξία επικρατεί στις τάξεις των επιχειρηματιών και των φορέων τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2021. Μια αισιοδοξία που συμμερίζονται επίσης οι διεθνείς οίκοι και οι επενδυτές στο Χρηματιστήριο, το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου κινήθηκε έντονα ανοδικά και μάλιστα όχι με ανακυκλούμενα αλλά με «φρέσκα» κεφάλαια από το εξωτερικό.
Και οι εγχώριοι επενδυτές όμως τοποθετούνται εν μέσω καραντίνας, καθώς κατεγράφησαν σημαντικές εισροές στα ελληνικά αμοιβαία κεφάλαια. Τα αποτελέσματα των μεγάλων εισηγμένων εταιρειών στο 9μηνο κινήθηκαν καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις και οι αναλυτές θεωρούν πως και στο σύνολο του έτους θα διατηρηθεί η ίδια εικόνα δεδομένου ότι οι εταιρείες είναι καλύτερα προετοιμασμένες σε σχέση με το πρώτο lockdown.
To γεγονός ότι πολλές εισηγμένες στο 9μηνο εμφάνισαν αύξηση κερδών ή διαχειρίσιμη μείωση εσόδων δείχνει ότι όχι μόνο είναι ανθεκτικές αλλά και έτοιμες να καλύψουν το χαμένο έδαφος όταν περιοριστεί η πανδημία και οι επιπτώσεις της.
Η επικείμενη εισροή στην Ελλάδα των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης θα προσδώσει μεγαλύτερη ρευστότητα στο σύστημα και σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των επιχειρηματιών με ίδια κεφάλαια στα επενδυτικά σχέδια είναι πολύ πιθανό η χώρα να βιώσει ένα επενδυτικό «μπουμ» έως και 50 δισ. ευρώ που σε βάθος χρόνου θα επουλώσει τις «πληγές» της 10ετούς κρίσης και θα βάλει τέλος στην απρόσμενη ύφεση που επέφερε η υγειονομική κρίση.
Βεβαίως, κοντά στα 50 δισ. υπολογίζεται η απώλεια στους τζίρους των εταιρειών το 2020, ιδίως μετά και την παράταση του δεύτερου lockdown που ψαλίδισε τις προσδοκίες των επιχειρηματιών για μια «συμπαθητική» από απόψεως εσόδων χριστουγεννιάτικη αγορά.
Τα μέτρα στήριξης και οι αποφάσεις
Οι ενέσεις ρευστότητας από τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης βοήθησαν και βοηθούν τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν έως έναν βαθμό τη δραστική μείωση της κατανάλωσης αλλά κακά τα ψέματα, έχει έρθει η ώρα της μεγάλης εκκαθάρισης. Εταιρείες που είχαν και πριν από την υγειονομική κρίση προβλήματα είναι δύσκολο να επιβιώσουν. Η πανδημία θα επιταχύνει τη διαδικασία των κρίσιμων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν από πιστωτές και μετόχους για τη συνέχιση της δραστηριότητας ή το κλείσιμο αρκετών εταιρειών.
Τα μέτρα μείωσης τα δαπανών και του κόστους λειτουργίας στα οποία προχώρησαν οι επιχειρήσεις δυστυχώς δεν θα αποτρέψουν τα λουκέτα σε πολλούς κλάδους, ιδίως στα εμπορικά καταστήματα, στην εστίαση και στη φιλοξενία.
Την τρέχουσα κατάσταση των εταιρειών απεικονίζουν τα ευρήματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορούσε την πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) το διάστημα Απρίλιος – Σεπτέμβριος. Στην Ελλάδα, το 30% των επιχειρήσεων που αιτήθηκαν δάνειο, έλαβε τα κεφάλαια που ζήτησε, το 38% δεν κατάφερε να δανειοδοτηθεί με το ποσό που αιτήθηκε, ενώ ένα 20% είδε το αίτημά του να απορρίπτεται.
Από την άλλη πλευρά, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που έστω και αργά λειτούργησε για την Ελλάδα, έχει μειώσει το κόστος δανεισμού για τις αξιόχρεες εταιρείες διευκολύνοντας νέες ομολογιακές εκδόσεις. Σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της οικονομίας από το 2021 – εμβολίου επιτρέποντος – και των διακηρύξεων της κυβέρνησης για μείωση της φορολογίας είναι πολύ πιθανό να δούμε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων.
Κάτι θα ξέρει και η Moody’s, η οποία σε πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα αναφέρει πως η χώρα μας θα είναι από τις πιο ευνοημένες σχετικά με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Είχε προηγηθεί τον Νοέμβριο η αναβάθμιση-έκπληξη της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης σε Ba3 από Β1, με σταθερές προοπτικές, που ήταν και η μοναδική αναβάθμιση μαζί με αυτήν της Σλοβενίας εν έσω της πανδημίας. Ολα δείχνουν πως η σωστή αξιοποίηση των κονδυλίων από την Ευρώπη θα οδηγήσουν τη Moody’s σε μια ακόμη αναβάθμιση, ώστε η Ελλάδα να βρεθεί ακόμη πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.
Τα ποιοτικά στοιχεία δείχνουν επανεκκίνηση
Η ύφεση στην Ελλάδα το τρίτο τρίμηνο διαμορφώθηκε στο -11,7% και στο 9μηνο στο -8,5%. Στο σύνολο του έτους εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο -10%. Υπάρχουν όμως κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά στους λογαριασμούς του τρίτου τριμήνου που συνηγορούν στην αισιοδοξία των παραγόντων της αγοράς για ένα καλύτερο 2021. Πρώτον, η ύφεση στην οικονομία δεν επηρέασε την απασχόληση, χάρη στα κυβερνητικά μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και απασχολουμένων.
Ειδικότερα, η ανεργία υποχώρησε τον Σεπτέμβριο στο 16,1% από 15,9% τον Φεβρουάριο του 2020. Δεύτερον, στο τρίτο τρίμηνο η ένταση της ύφεσης επηρεάστηκε κυρίως από τον τουρισμό, καθώς κατεγράφη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, οι επενδύσεις κινήθηκαν οριακά χαμηλά (-0,3%), οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 3.5% ενώ σημειώθηκε και μείωση των εισαγωγών. Τρίτον, λόγω των συνθηκών ενισχύθηκε η αποταμίευση με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να αυξηθούν τον Οκτώβριο στα 156 δισ., έναντι 143 δισ. τον Φεβρουάριο του 2020. Μόνο με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης – υπολογίζονται σε 5 δισ. ευρώ – και με την συνεισφορά ενός μέρους της αποταμίευσης που λογικά θα «πέσει» στην αγορά είναι εφικτός ο στόχος για μια άνοδο της τάξεως του 5% στο ΑΕΠ το 2021.
Το μεγάλο στοίχημα για το πολιτικό προσωπικό, την κυβέρνηση, τη δημόσια διοίκηση και τους επιχειρηματίες είναι η σωστή κατανομή των κοινοτικών κονδυλίων που μαζί με το ΕΣΠΑ θα φτάσουν τα 70 δισ., ώστε να δοθεί έμφαση στην παραγωγική διαδικασία, στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.
star.gr