Τουλάχιστον, ο Τσολάκογλου είχε πολεμήσει!
Γράφει ο Alexandros Raskolnick
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι είναι ασύλληπτη η φαιδρότητα των πατριδοκάπηλων, από την άλλη μεριά των συνόρων μας, που αυτοαποκαλούνται απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν τη Μακεδονία του Φιλίππου, τη χωρίζουν 10 αιώνες, πάνω-κάτω, από την κάθοδο των σλαβικών φύλων στη Βαλκανική.
Σ’ αυτή τη βάση, μπορεί κανείς ν αντιληφθεί το σκεπτικό των συνελλήνων και την αγανάκτησή τους που τους κάνει να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την ελληνικότητα της Μακεδονίας — ή τουλάχιστον κάποιων απ’ αυτούς.
Διότι κάποιοι άλλοι από εκείνους που αυτές τις μέρες καλούν τον κόσμο να βγει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, ίσως οι περισσότεροι, είναι φυσικοί και πολιτικοί απόγονοι των γραικύλων και των δοσίλογων που κυβερνώντας τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, με τη δουλική και επονείδιστη σιωπή τους, επέτρεψαν στον στρατάρχη Τίτο να δημιουργήσει, και στο βάθος του χρόνου να «τεκμηριώσει», την εθνική υπόσταση της γειτονικής, πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της Μακεδονίας. Εκείνους τους άθλιους που μας κυβερνούσαν εκείνα τα χρόνια, τους ονομάσαμε, μάλιστα, «εθνάρχες» και «γέρους της Δημοκρατίας», τρομάρα μας!
Θυμήθηκα αυτές τις μέρες, και διηγούμουν σ’ ένα φίλο τις προάλλες, μιαν προσωπική εμπειρία που με σημάδεψε: το 1991, στο φόρτε της ιστορίας του νεομακεδονικού ζητήματος, έτυχε να βρίσκομαι στην Ολλανδία ως μεταπτυχιακός φοιτητής. Τότε που πολλοί από εσάς στην Ελλάδα θα κάνατε ασφαλώς μποϊκοτάζ στα ολλανδικά προϊόντα, διαμαρτυρόμενοι για τη στάση της Ολλανδίας στο ζήτημα, έδινα κι εγώ τη μάχη μου εκεί –και μάλιστα, όχι χωρίς κόστος, που πάντως ούτε είναι της παρούσης να καταθέσω ούτε ενδιαφέρει κανέναν.
Το Χρόνινγκεν, η πόλη που βρισκόμουν στην Ολλανδία, ήταν ένα φοιτητικός πύργος της Βαβέλ, με τις ευλογίες του Εράσμου –του προγράμματος κινητικότητας των φοιτητών. Έτυχε τότε να γνωρίσω και μερικά εξαιρετικά παιδιά από τη FYROM, με τα οποία γίναμε φίλοι εν μέσω έντονων συζητήσεων και πυρακτωμένων αντιπαραθέσεων που πολλά λίτρα από μοναστηριακές μπύρες φούντωναν ακόμα περισσότερο. Αυτοί οι φίλοι μου, ήταν που κάποια στιγμή μου υπέδειξαν να πάω στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της πόλης, στο τμήμα φιλολογίας και να ρίξω μια ματιά. Έτσι κι έκανα και προς μεγάλη μου, ομολογώ, έκπληξη, ανακάλυψα πολλά μέτρα ραφιών, γεμάτα με βιβλία σχετικά με τη “μακεδονική” γραμματεία. Ο Τίτο, βλέπετε είχε κάνει πολύ συστηματική και σοβαρή δουλειά!
Τότε κατάλαβα ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο κι ήλπισα ότι, εναλλακτικά, η Ελλάδα, που εκείνη την εποχή φάνταζε ως η ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων, απλώς θα έλυνε το θέμα με την οικονομική εισβολή και την de facto κατάκτηση της γειτονικής Σλαβικής Μακεδονίας.
Λάθος είχα κάνει! Οι ντόπιοι πατριδοκάπηλοι, αντί να διορθώσουν αυτό, τουλάχιστον, το λάθος των δοσίλογων προγόνων τους, προτίμησαν να παίξουν το χαρτί του σκληρού πατριωτισμού. Βλέπετε, το εμπάργκο που ακολούθησε κατά της γειτονικής χώρας, γέννησε ευκαιρίες για λαθρεμπόριο κι εύκολο πλουτισμό. Έφαγαν κι από κει μέχρι σκασμού! Κι ύστερα, αφού χόρτασαν, οι αχόρταγοι, έπεσαν σε χειμερία νάρκη επί δυόμισι σχεδόν δεκαετίες, για να χωνέψουν. Ξυπνούν ξανά σήμερα για ν’ αρχίσουν πάλι τους πατριωτικούς παιάνες, οι αγύρτες…
Αλλά ας μην ξεχάσουμε να πούμε δυο λόγια και γι’ αυτά τα θρασίμια που μας κυβερνούν σήμερα, αυτούς τους αγάνωτους τενεκέδες που αυτοαποκαλούνται αριστεροί και που για κακή μας τύχη, ετούτη την εποχή, διαχειρίζονται τις ζωές μας. Αυτά τα βδελυρά υποκείμενα, που παρέλαβαν την Ελλάδα στο ναδίρ, όπως την κατάντησαν οι προηγούμενοι ολετήρες, για να ρίξουν την πατρίδα μας ακόμα πιο χαμηλά κι από το ναδίρ, αν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο σημείο -να που από τα πράγματα φαίνεται ότι υπάρχει!
Διότι όταν βρίσκεσαι ταπεινωμένος και καταφρονεμένος, καταγέλαστο ράκος της διεθνούς κοινότητας και ανομολόγητα πτωχός, δεν ανοίγεις εκουσίως τέτοιες συζητήσεις. Όταν πράττεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, τότε παίρνεις τη θέση σου στην ιστορία, δίπλα στους δοσίλογους των περασμένων γενεών κι ακόμα χαμηλότερα: στο κάτω-κάτω της γραφής, τουλάχιστον ο Τσολάκογλου είχε πραγματικά πολεμήσει, πριν γονατίσει για να γλύψει τη γερμανική μπότα.